Άνθη των τοίχων (5)


Πέμπτο αφιέρωμα στην ποίηση των τοίχων μας και τα εκθέματα σπουδαία δείγματα αισθητικής απόλαυσης. Η Στέλλα Γεωργιάδου και ο Βαγέλης Φίλος, παρουσιάζουν σήμερα: την Παυλίνα Παμπούδη, την Χλόη Κουτσουμπέλη, τον Κωνσταντίνο Τσίρο, την Μαίρη Κλιγκάτση, την Πόπη Συνοδινού τον Σταύρο Σωτηρίου και την Αμαλία Ρούβαλη.  

Παυλίνα Παμπούδη (Pavlina Pampoudi)

ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ

Νάνι - νάνι, μη φοβάσαι μωρό μου. Είναι γενική δοκιμή. Αποστηθίζει τα λόγια του. Κάνει θόρυβο. Κάνει πως κάτι κάνει. Νανουρίζεται. Νάνι - νάνι. (Θα πεθάνει. Την νύχτα στον ύπνο του. Το πρωί πάλι βήχοντας, θ’ ανοίξει τα μάτια. Σε άλλη ζωή. Σε άλλη, παράλληλη ζωή.)

Russian Avant-Gard Ι
Είναι κάτι,
Που μόλις κοιμηθώ, ξυπνά.
Σηκώνεται, πάει στο μπάνιο, πέφτει απ’ το παράθυρο
Πληγώνεται στην άσφαλτο, ξανασηκώνεται
Βιάζεται να προλάβει, παίρνει τον υπόγειο.
Χρόνια, τυφλά, παλινδρομεί
Σε μάταιη διαδρομή
Υπονομεύοντας ανεπανόρθωτα την πόλη.
Πάει άτα. Πάει στο σχολείο. Πάει στο γραφείο.
Πάει στον γιατρό. Πάει στον δικηγόρο.
Πάει στον διάβολο.
Γυρνάει.
Είναι κάτι, που μόλις κοιμηθεί,
Ξυπνώ.


Χλόη Κουτσουμπέλη 

Το πένθος του άλλου 

Δεν είναι ποτέ δικό μας λέμε
το μαύρο ακέφαλο φουστάνι
με τα κουμπιά μπροστά
σαν ψόφια μάτια
κι οι στρουθοκάμηλοι που ψάχνουν
ρωγμή να κρύψουν μέσα το κεφάλι
κι αφήνουν παντού τρομαγμένα πούπουλα
τους φόβους τους.
Όσα βλέπουμε συμβαίνουν συνήθως μακριά,
το φέρετρο, η κηδεία
οι γκρίζοι άντρες με την μεμβράνη "μη" ανάμεσα στα δάχτυλα
και κυρίως οι λέξεις
αυτές πάντα συμβαίνουν μακριά
Gustav Klimt
γι αυτό και δεν ακούμε την ηχώ τους,
σαν τις γυναίκες με τις μαύρες μαντίλες στα νησιά
που στέκονται σε ένα ακρωτήρι και φωνάζουν
και ο αέρας τις παίρνει και τις σηκώνει μακριά
κι ύστερα όλο κάτι ακούμε να κλαίει το βράδυ στο μπαλκόνι.
Όμως αυτό εδώ το πένθος είναι δικό μου, φίλε.
Γι αυτό και θα το κάνω ότι θέλω.
Θα το πιώ, θα το μεθύσω,
θα το ταπεινώσω, θα το εξαργυρώσω,
θα κάνω έρωτα μαζί του σε γυμνό κρεβάτι
και μόνο το βράδυ θα φορέσω την μαύρη μου μαντίλα
θα σταθώ σε μόνο ακρωτήρι
και θα τελειώσω


Κωνσταντίνος Τσίρος (Konstantinos Tsiros)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ*

Φούσκωνε μέσα μου η θάλασσα, φούσκωνε. Να με πάρει μακρυά από ’δώ, μακρυά από σένα. Που δεν ήσουν εσύ. Δεν ήσουν εσύ. Ήθελα να ήσουν εσύ. Θα ήθελα νά ’σουν εσύ η Ελένη, η θάλασσα.
Άσ’ τους να λένε. Η γή και η θάλασσα ενώνουν τους ανθρώπους, δεν τους χωρίζουν.
Η θάλασσα είναι μέσα μας. Ένας πορθμός ενώνει τις δύο θάλασσες. Δεν είναι για χωρισμό.
Αυτή όμως φούσκωνε μέσα μου - να με πάρει. Να μ’ επαναφέρει στα νερά της, στον εαυτό μου. Και εγώ να μήν θέλω να φύγω. Κι ας ήξερα: Μέσα μου με μυστικούς θορύβους χτιζόταν ένα καράβι. Αυτό που θα μ’ έπαιρνε - όχι πια για να με φέρει σ’ εσένα. Αυτό που έχτιζες μέσα μου ήταν καράβι, αυτό που θα με πάρει. «Μή!» να σου λέω εγώ. «Μή χτίζεις το σκάφος της φυγής μου.
Κύτταξέ με καλά στα μάτια να μ’ αναγνωρίσεις. Εσένα θέλω!», σου λέω. «Και ’γώ εσένα θέλω!», μου λές. Και μ’ αγκαλιάζεις. Με παίρνεις στα χέρια σου και με ναυπηγείς.
Αντιστέκομαι. Σου μιλάω, σου δείχνω το έργο σου. Ένα πλοίο ορθόπλωρο. Λικνίζεται λυπημένο μέσ’ στα νερά του σούρουπου, την ώρα που οι πυγολαμπίδες αρχίζουν μιά - μιά ν’ ανάβουν. Κάνω πως δεν το βλέπω. Κλείνω τα μάτια και βλέπω καθαρώτερα μέσα μου. Εγώ είμαι το σκάφος, εγώ. Δεν μπορώ πιά να κάνω αλλοιώς. Ανεβαίνω πάνω, με τα πόδια κομμένα.
Επιβάτης και πλοίο, φεύγω χωρίς φώτα. Η Θάλασσα με ρουφάει, με μαγνητίζει.
Τραβάει από την μύτη την πλώρη και πλέω, με γυρισμένη την πλάτη
στον ούριο άνεμο που δεν θέλεις να πνέεις.

* Το παραπάνω  ποιητικό κείμενο είναι απόσπασμα από το έργο: "Ε Ρ Ω Τ Ι Κ Ο   Π Α Ρ Α Λ Η Ρ Η Μ Α"


 Μαίρη Γκλιγκάτση (μαίρη κλιγκάτση)

Καμπύλες χρόνου ενεστώτα

Gustav Klimt
Πρώτοι αριθμοί αλληγορικών ήχων…
Στροβιλίζονται κρατώντας επτά πέπλα
σε ρυθμό διονυσιακό και κλίμακα φρυγική.
Τα μάτια προδίδουν πόθο…
Θελκτικά καλεί τον καθρέφτη να υποκλιθεί στη σπίθα.
Μόνο τότε θα γίνει μύστης μυστηρίων ανομολόγητων.
Διστάζουν ακόμα… στιγμές, στιγμές.
Μύστες και μυημένοι, θύτες και θηράματα.
Ματαίως προσπαθούν να αποδράσουν από τη μέθη.
Βαθμιαία θέλουν να γευτούν το νέκταρ της μετάληψής τους.
Έντρομοι μπροστά στο αλλόκοτο σκορπάνε λέξεις, αντί για φθόγγους ηδονής.
Καρφώνουν στο χαρτί εικόνες σύζευξης σε γωνία εναλλάξ…
Έλλειψη σχηματίζει η καμπύλη κανονικότητάς τους.
Τέμνονται οι ανάσες τους σε αδιαπέραστη απόσταση κυριολεκτικού γένους.
Χαϊδεύονται αχόρταγα τ’ ακροδάχτυλά τους
Και έπειτα αποσπώνται βίαια στην πιο δική τους μοναχική καλή-νύχτα…
Γνωρίζουν...
Ο καιρός της ουτοπίας ημερολογιακά απομακρύνεται,
Ζυγώνοντας το μονό χέρι,
Το αδοκίμαστο…
Πέφτει αυλαία σιγά – σιγά…
Ο τρίτος χτύπος θα ζωγραφίσει σε καμβά
Τον ορισμό του Δίνομαι…
Αυτά μαρτύρησε ο χρησμός της μάγισσας
Πριν ο γαλαξίας σπείρει άστρα…


Πόπη Συνοδινού (Popi Synodinou)

ΤΟ ΑΧΟΡΤΑΓΟ

Russian Avant-Gard ΙΙ
Εχω ενα αγριμι μεσα μου,
κανει λιτανειες με ονοματα,
κανει συναντησεις παραξενες
οταν μυστες αναβουν τα φεγγαρια.
Ξεχυλωνει τον χρονο σκορπωντας τον
στο πουθενα και αναμεσα στο παντα.
Την μια στιγμη θελει αγαπη,
την αλλη θελει ερωτα, μετα θελει αληθεια,
αλλοτε διψασμενο με κοιτα με ματια λυπημενα
να περπατησει λεει θελει σε ολα τα απατητα.
Εχω ενα αγριμι μεσα μου,
καποτε με κοιτα σαν ενα βρεφος που θελει μεσα στην νυχτα το βυζι,
καποτε με κοιτα σαν ενας ανθρωπος που ανακαλυψε το μυστικο της αθανασιας...
Το ταιζω, το περπατω, το πλενω στην βροχη, το αφηνω να λιαστει,
ολα μπορω να του τα κανω.
Ενα ομως δεν μπορω, να προσποιηθω πως δεν υπαρχει... 


Σταύρος Σωτηρίου (ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ)

Ονειροπαγίδα
(επιλογή)

 Ζεσταίνω το παγωμένο σου μάγουλο
ανοιξιάτικο χαμόγελο.
Αγγίζω το χέρι που μοιράζει όνειρα
σε μυστικούς δείπνους.
Φιλώ τον προδότη της μέρας μου.

***
Δέντρα μη ρίχνετε τα φύλλα σας.
Δεν θα έρθει ποτέ η άνοιξη.
Δεν θα συμφιλιωθώ.
Δεν θα έρθει ποτέ η άνοιξη.

***
Τα σύννεφα τρέχουν προς το βορρά.
Gustav Klimt
αλλάζουν συνεχώς σχήμα.
Μικρούλης και κοιτάζει τον ουρανό
και έχει την αγωνία
που πάνε τα σύννεφα.
Θέλει να τα σταματήσει.
Νομίζω πως σε λίγο θα βρέξει. 

***
Επτά ήταν τα καράβια
που έφτασαν στο νησί
γεμάτα με πολύχρωμο πλήθος ονείρων.

Τραπέζι στρωμένο
στης δύσης τα χείλη
το ποτήρι θα πέσει
θα χυθεί το αίμα
σαν το γάργαρο γέλιο
κοριτσιών που αστειεύονται. 


Αμαλία Ρούβαλη (Amalia Rouvalis)

17 ΧΡΟΝΩ

17 χρόνια
Είμαι 17 χρονώ
στα μάτια σου
και 40 και 50 και 60.
Είμαι εσύ
στα μάτια σου,
με τα μακριά, σκουρομελάχροινα μέλη,
αψεγάδιαστα στη γύμνια τους,
νευρώδη στην αφή.
Με τα φιλιά της σαμπάνιας
πιωμένα
απ´τις φλόγες που τριζοβολούν
 και πνίγουν τις νότες
στις ανάσες μας
ανάμεσα στο εσένα
και το εμένα.
Είμαι 17 χρονώ
στην υγειά μας
Γιάννης Μόραλης
με το πρόσωπό μας
χωμένο στο πρόσωπο της Μελισσάνθης
στο πρόσωπο της νύχτας.
Ήμουν 17 χρονώ
όταν οι χιονένιες νιφάδες
σκεπάζαν  τη χλόη του κήπου κι έλεγες:
«θα χτιστώ στο τζάκι.
να μ’ έχεις για πάντα».
‘Ημουν 17 χρονώ παιδούλα
σαν το χάδι σου
μ’ ανάστησε γυναίκα
Ήμουν 17 χρονώ
σαν γέλαγες πάνω μου
και μ’ έστηνες ολόκληρη
στο άγαλμά σου.
Μια νύχτα,
το τζάκι τινάχτηκε στον αέρα.
Μετακόμισα.



Η εικονογράφηση είναι από τις συλλογές του Κώστα Βακουφτσή και της Λωρέττας Ράτσικα
 ·  · Κοινοποίηση · Διαγραφή