Άνθη των τοίχων (1)


Υπάρχουν κι εδώ καλά  ποιήματα που κάποιες τέτοιες μέρες, της ποιήσεως, παρακολουθούν παραπονεμένα τις τελετές των ενδόξων. Λίγο θλιμένα τα βλέπω. Μια απόφαση ήταν και την πήρα. Ξεκινώ από σήμερα τη δημοσίευση ποιημάτων των διαδικτυακών μου φίλων. Στόχος είναι να δημιουργηθεί εδώ στις σημειώσεις μου, ένας ανθοστολισμένος τόπος.  Θα αναδημοσιεύσω ποιήματα που είναι αναρτημένα στους διάφορους τοίχους και που έχω τη δυνατότητα να τα κλέψω, επομένως και το ελεύθερο να μην ρωτήσω τους δημιουργούς τους. Η σειρά των δημοσιεύσεων δεν έχει καμιά αξιολογική σημασία. Σήμερα παρουσίαζω ποιήματα επτά ποιητριών:

Στέλλα Γεωργιάδου

Άωρο δις αινιγματικό

Και να που δε χορταίνω
Φως
Δισυπόστατη να σε διαβάζω
και να με ραίνει μελωδικά αχός
γνωστός από παλιά συντρίμμια
Φως να με ραίνει

Ας καίει τ’ αρνητικό του νου
Εκεί να φλέγονται
πικρά άχρηστα μυστικά
ξέθωρα μάτια, λυγισμένα όνειρα
Αποτάσσομαι του θεού σου
Φως εναγκαλίζομαι

Σημάδι διαλεγμένο
σε τοίχο που ασβέστωνε η θλίψη
επίμονο
Και σε προσκύνησα
Γιατί... οι καιροί ερχόμενοι
με πασουμάκι μαλακό
όχι μ’ αρβύλες και φωνές
μας ξάνθυναν τα μάτια
και ημερέψαν οι λυγμοί

Τώρα γλιστράνε μαλακά πάνω στο φως
που δε χορταίνω να ρουφώ, να με ρουφάει
και δεν μπορώ… Να
μιας φωνής αράδα να σκαρώσω
Κι εσύ μιλάς με καταποντισμούς
Συνέπειες αθρόες
αναδιατάσσουν τα μικρά φωνήεντα
που φύλαγα στο λίκνο της αγάπης

Κάπου – κάπου
κάνε την καρδιά σου κάρβουνο
να βρίσκω πρώτη ύλη
για τη νύχτα
Και θα δωρίσω την πορφύρα
απ’ το πιο καθάριο αίμα μου
στη λιτανεία του θέρους –αν είναι νάρθει–
Καρποί σου οι λόγοι, αυτόπτες

Δε σιγουρεύεται το φως
αστέρι μου μοναχικό
Σταχτιά τα περιγράμματα σου
Δέλεαρ τα φωνητικά σου λόγια
πάνω κι απ’ της αψίνθου τα τεχνάσματα

Των φιλιών τ’ αποτύπωμα
χαρακιά στο κορμί του χειμώνα
Να σκύψω, μια σταλιά, στον ύπνο σου
να δω την κλίση του ονείρου σου
Όσον καιρό κι αν πάρει
μύθος θα γίνει

Μαρία Μαργαρίτη

Πως να θαψετε εναν μεγαλο ποιητη

τη μια στιγμη πουλουσε τον εαυτο του σα λαγνο θρέμμα
 και γεννημα της μουσας
καλογυαλισμενο και τριζατο
με τη λαμψη του εσσεξ και 2000 αλογα στη μηχανη του
ολα υποθετικα και υπονοουμενα αλλα να που μια χαρα καναν τη δουλεια τους...

και μιση μερα μετα
βρεθηκε να κουτρουβαλιεται στο γκρεμο
κι ουτε φοβο δεν προλαβαινε να νιωσει
τετοια ηταν η ταχυτητα και η εκπληξη της κατρακυλας...
η γευση απο χωμα και αιμα στο στομα οπως σερνοταν το προσωπο του καταγης...
ο ζεστος πονος και η απορια της φθαρτοτητας...
πρωτη φορα αναρωτηθηκε μηπως πεθανει...για φαντασου!
μεχρι το ατυχημα ενιωθε αθανατος!
τοσο βλακας.και να φανταστεις οτι στα ποιηματα του πουλουσε το θανατο ως μια γενναια
επιλογη και ως αντιδοτο της προδοσιας...μαλακας με πατεντα.

Ξερω .Καλο δεν ειναι να θαβεις ενα λαμπρο ταλεντο.Ειδικα οταν τον χτυπησει και η μοιρα.
Τοτε που συνηθως γινεται αγιος.Και πουλαει περισσοτερο.
Μα δεν μπορω να μην επισημανω πως ως ανθρωπος μου εμοιαζε με ενα σακουλι γλιτσα
σε συσκευασία τεκνού.
Μπορει και να ζηλευω την αιγλη του.Η τη δηθεν αθωοτητα του.
Ή να βαρεθηκα να καταπινω ποιηματα
Σα χνουδια που χορευουν στα πνευμονια μου
και εχει γινει η ανασα μου κοφτή...

Γιατι ως ποιητης ηταν μεγαλος.
Κι εγω αρμεγα τα ποιηματα του λεξη-λεξη.
Κι ας μην καταλαβαινα παρα μονο τα κομματα.
Και τις τελειες.Ενιοτε.

Μα ως ποητης ηταν μεγαλος.
Χιλιαδες κοσμου αγοραζαν τα ποιηματα του
Και τα καταναλωναν ολες τις ωρες της ημερας.
Σαν απεριτιφ.Σαν επιδορπιο.

Ειχε ρευμα.
Ηταν αβουλος.Ενα περιφερομενο περιπου.
Μονο οταν εγραφε ζουσε.
Καποια μερα ενας καταναλωτης του τον ενιωσε σε βαθος.
παραδοξως.
Απο τοτε ο ποιητης πασχει απο ασθμα.

Marianna Georgota (Lila Pause)

Μυρωδάτες πασχαλιές

Ένα μπουκέτο θα κρατώ, με γιούλια και βιολέτες ή άγρια μικρά τριαντάφυλλα, ανάλογα την εποχή, μέχρι και μυρωδάτες πασχαλιές.
Και θα φορώ ένα κουστούμι ολόλευκο, με γυάλινα παπούτσια.
Και θα χω το πέτο μου ανοιχτό, δίχως γραβάτα, να με χτυπά ο αγέρας.
Και θα στηθώ με την αυγή στο λόφο που ναι η εκκλησιά και θα την περιμένω.
Εκεί που έπαιζα παιδί και καμα τάμα μια μέρα βροχερή να τηνε ζευγαρώσω.
Και κείνη, με τα μαύρα μακριά μαλλιά και τα τραχιά της δάχτυλα, θα ρθει και θα φορεί ολόλευκο αραχνοϋφαντο φουστάνι.
Και ένα στεφάνι από άνθη λεμονιάς.
Και τα λευκά τακούνια της θα μπήγει στο χορτάρι.
Και ο τόπος θα μυρίζει άγρια βιολέτα, είτε ανθεί, είτε όχι.
Και στο άλογο της Παναγιάς, πιστό και ολόλευκο, θα χω ζέψει δυο στέφανα από φύκια, πλεγμένα με κλαδιά ελιάς, για να θυμάμαι που τη γνώρισα σα θα μοσχοβολήσει η αλμύρα.
Και ο ήχος της εκκλησιάς θα γίνει ο ύμνος μου.
Μ’ αυτόν και κείνη κάθε μέρα θα ξυπνώ και με λαχτάρα.
Θα ναι η λαχτάρα της αγάπης μας.

Όλα τούτα ξύπνησαν στο νου σα σε είδα.
Το τάμα, τ’ όνειρο, η επιστροφή.
Γιατί είδα τα μαύρα σου μαλλιά
και ίσα που τ ακούμπησα.
Γιατί μου χαμογέλασες και άνθη λεμονιάς
φύτρωσαν στα μαλλιά σου.
Πλάι στη θάλασσα σ’ αντίκρισα
να πλέκεις φύκια για βραχιόλια
Και μου μαθες τα μυστικά σου
Και θάρρεψα.
Και σ’ ονειρεύτηκα.
Όνειρο αληθινό.

Και γέλασα.
Και αγνάντεψα.
Και ανέβηκα χίλιες φορές το λόφο μου.
Και φόρεσα τα γυάλινα παπούτσια μου για να σε περιμένω.
Και το τραγούδησα με τα πουλιά, με την αυγή, με τον αέρα.
Και κείνα μου πανε να σου το ψιθυρίσω.
Και διάλεξα ένα βράδυ με φεγγάρι.

Την ώρα που η σκιά από το λόφο μου βουτούσε στο νερό σου.
Και το καμπαναριό της Εκκλησιάς έσπαγε αντάμα με τα κύματα στα βράχια. Και μήτε ήξερα ποιον ήχο να διαλέξω.
Τον πάφλασμο της θάλασσας ή το κάλεσμα της μακρινής καμπάνας;
Και ήταν όμορφα. Και γέλαγα. Και η γλώσσα μου έτρεχε και τραγουδούσε. Αντάμα με τη θάλασσα, παρέα με την καμπάνα.

Μονάχα που συννέφιασες. Με κοίταξες και θύμωσες.
Μα πως θαρρείς πως και εγώ λαχτάρησα το λόφο σου;
Και τούτα τα βραχιόλια που πλεξα ποιος σου πε πως μπορούν μακριά από το θαλασσινό νερό να ζήσουν;
Το βλέπεις κείνο το νησί; Μια βάρκα είναι αραγμένη που η σκιά της φτάνει ως την αμμουδιά. Και γω της τραγουδώ ώσπου να τηνε ανταμώσω.
Τι ο καλός μου είναι σ’ αυτή. Και κάθε βράδυ για κείνον σου μιλώ μα συ θαρρώ αγνάντευες!

Αλήθεια, αγνάντευα. Με τ’ όνειρο που τρύπαγε τις φλέβες μου.
Αγνάντευα και απ’ τ΄ όνειρο μονάχα με όνειρο ξυπνούσα.
Μόνο που δε λογάριαζα.
Και φόρεσα τα γυάλινα παπούτσια μου, στις φλέβες μου το όνειρο και βούτηξα στη θάλασσα.
Μονάχος μου, μήπως μπορέσω μες την εκκλησιά έτσι να σ’ ανταμώσω…

Annita Chatzikou

Still life.

Χθες ξύπνησα βρεγμένη.
Τα μαλλιά μου κόμποι
έσταζαν νερό στην κόκκινη φλοκάτη.
Είχα κολυμπήσει, λέει,
σε μια θάλασσα τρία χρόνια βάθος.
Και κουβάλησα μαζί μου
ένα λαχάνιασμα βαθύ
που ρίζωσε στο χώμα.

Σήμερα ξύπνησα
και τα χέρια μου κλαδιά
-βαριά και δύσκαμπτα.
Έγινα, λέει, δέντρο
για να νιώθω πιο αργά το χρόνο που κυλάει.
Για να στέκω εδώ ακίνητη,
να βλέπω τη ζωή γύρω μου
να τρέχει μακρυά
σαν κάποιο ξέγνοιαστο ρυάκι.

Ανιρέτα Ρεναδία

Χάρτινο...

Το μέλλον ανήκει σε αυτούς που πιστεύουν στην ομορφιά των Ονείρων τους 
τραγούδησε το κόκκινο σπρέι
κι αφήνοντας  την τελευταία ανάσα του πάνω στο γκρίζο
ονειρεύτηκε ένα χάρτινο καραβάκι να λιώνει στο φίλημά  του .. 
κι ο  μουντός  μοναχικός  τοίχος 
κοιτάχτηκε έκπληκτος στο καθρέφτισμα των ματιών της ..
λαβωματιά στο στέρνο του 
το τόσο κόκκινο .. 

αχ,  ...

Ελένη Χαρμάνα

Πριν το λυκαυγές 

Μεσάνυχτα και κάτι 
στολίσθηκε τη λαγνεία 
και κατηφόρισε τους δρόμους 
της Αθήνας να ποθήσει. 

Άρμεξε ηδονές, φιλιά 
πάλεψε με κορμιά, 
ηττήθηκε αφήνοντας 
ενέχυρο τη δανεική ψυχή της. 

Γύρισε κάπου το πρωί 
και άνοιξε τον Θερβάντες, 
αποχαιρέτησε ακόμα ένα λυκαυγές 
δίχως Ιππότη, κάστρα και σπαθιά. 

Και δεν υπήρχε ούτε ένας Πάντσα 
να τη συμβουλεύσει, 
ούτε ένας γάιδαρος Ψαρής 
να ξεκουράσει 
την περισσή αφέλειά της. 

Μαρία Γιακουμάκη

Ο νεκρός μινώταυρος

Η μοίρα
είχε φορέσει στον ανθρώπινο  λαιμό μου το κτήνος
βάζοντας στη θέση του μυαλού ένα θεριό,
στη θέση της καρδιάς το σκοτάδι των μπερδεμένων διαδρόμων.
Κυκλοφορούσα  χωρίς μίτο
στις σκοτεινές αίθουσες του λαβύρινθου
ουρλιάζοντας στο υπόγειο χάος.

Κάθε φορά που έφτανε στα ρουθούνια μου
η μυρουδιά των τρυφερών κορμιών
ήταν μαρτύριο για  την καρδιά μου
να τιθασεύει το ζώο της κεφαλής.
Κι όταν το κατάφερνε,
περίμενα ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα τρυφερά πρόσωπα,
ένα άγγιγμα να δει τη μοναξιά μου.
Μα εκείνοι δεν μπορούσαν να δουν  
πέρα από  την αηδία και το φόβο τους,
πέρα από τον εαυτό τους
γιατί δεν έβλεπαν σε μένα την εικόνα τους.
Θύμωσα πια!
Ναι, τους καταβρόχθιζα με ευχαρίστηση
 κι έκρινα πως τους άξιζε αυτή η τιμωρία!

Για χρόνια προσδοκούσα ένα μίτο για το λυτρωτή μου.

Ο Θησέας;
Δε διάβασα στα μάτια του το μίσος
ούτε την εκδίκηση.
Φοβήθηκα τότε∙  
μέχρι που είδα  την  απόφαση
στο οπλισμένο χέρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου