Άνθη των τοίχων (2)


Επειδή οι γιορτές ακόμα κρατούν και ο πρώτος ανθοστολισμός άρεσε γενικώς, προχωρούμε, συλλέγοντας με φροντίδα θησαυρούς από τους τοίχους  φίλων. Στόχος μου είναι να συνεχιστεί αυτή η απόπειρα σε εβδομαδιαία βάση. Σήμερα παρουσιάζονται: Τάκης Φάβιος, Akanthos Ak,  Angela Georgota, Cristos Aggelakopoulos, Κωνσταντίνος Κόλιος, Προμηθεύς Πυρφόρος, Γιώργης Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης.

Τάκης Φάβιος

AΣ ΜΕΡΙΜΝΗΣΕΙ Η ΓΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΘΟΣ

Μεσα σε ριπες λεηλατημενης χαραυγης
εδω στο δασος των ανηλιαγων υποσχεσεων
που αγαπηθηκαμε παραφορα
πανω στην τεφρα ερωτευμενων περιπατων
οπου γεννηθηκε η απουσια
κι ο Χειμωνας της ανεπαρκειας στο ποιημα.
Σ'αυτες τις ερημιες
που σηκωνεις ενα πληγωμενο κυκλαμινο
απ' το χωμα.. και λες...
Αφου δε μπορεσα να τα βαλω με τον ανεμο
ας μεριμνησει η γη για το παθος..

Akanthos Ak 

Οι ανεπαίσθητες αλλαγές που επιφέρει ο θάνατος

Κάτω από τα νερά
της ανοιχτής θάλασσας
κανένας ήχος εδώ.
Ενδείξεις,αντενδείξεις,
παρενέργειες,
ανεπιθύμητες ενέργειες
των κυμάτων.....
Τα βράχια στο νησιωτικό σύμπλεγμα
των Κυκλάδων αλλάζουν θέσεις,
δελτίο καιρού επιφανείας :
ομίχλη στο νησί...
Πώς να σε βρω;
Πετάτε στα δέκα χιλιάδες πόδια
βόρεια βορειοδυτικά
με νότιο άνεμο
που κατατρώει τις πληγές.
Θα πέσετε...
Ποιος διασώστης με τράβηξε
απ' τα γκρεμισμένα παλάτια των Ατρειδών
το μεσημέρι του '80 στη Μυκήνη
κι ύστερα φρόντισε να κλείσει
κρυφά τις μυθικές πληγές
που ανοίξαν πάνω μου τα κοφτερά χρυσάφια;
Εγώ...
που έτρεξα στον κρόνιο λόφο
κι ύστερα έπεσα πάνω στα σπασμένα γυαλιά
απ' το κατεστραμμένο Ξενία του Άρη
σ΄αυτή την Ολυμπία.
Οιδίπους επί πουθενά

Angela Georgota

μαύρο

Δεν έβαψα το χρώμα των μαλλιών μου.ξανθό το άφησα και ας με έτρωγε το πένθος.ντύθηκα θάνατο σε κορδέλες και αισθήσεις. άπλωσα εβένινο ασβέστη στα σατέν και σφάλισα παντζούρια και ντουλάπια.έβαφα έβαφα με μαύρο τα μεσημέρια.νύχτα ήρθες ,στο πηχτό σκοτάδι με χάιδεψες στα μαλλιά,παιδί μου,είπες,τον κόσμο σου μη ζωγραφίζεις μαύρο.έχει η αυλή μας χρώματα,θυμάσαι;πάρτα και βάψε κάθε σου λεπτό ,ζωή σου έδωσα και όχι θάνατο.ζωή να ζήσεις.βγες έξω λοιπόν και φύτεψε βασιλικό στη γλάστρα και πότιζε τον την αυγή κοντά σου να επιστρέφω.έτσι μου είπες και έφυγες.γιατί το φως σου τύφλωνε τα μάτια.και φύτεψα βασιλικό και έβαψα τις γλάστρες και βύθισα τη σκέψη μου σε κόκκινη μπογιά.και κάθε πρωί που έρχεσαι καφέ γλυκό σου φτιάχνω .τον πίνουμε βουβά ,μα όλα σου τα λέω.σαν φεύγεις ξέρω πως η ζωή είναι για να τη ζήσω.

Cristos Aggelakopoulos

ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ

Τη ζωή μας τη ζήσαμε αλλού
Στο περιθώριο δύο θανάτων προσδοκώμενων
Έκοντες – άκοντες συγκατανεύσαμε
Και δώσαμε υπόσταση σε μια καταβαραθρωμένη μνήμη
Τώρα πια που μάθαμε
Πως διόλου ουρανός δεν υπάρχει
Ορθώνουμε τη σιδερένια σκάλα
Που ξεκινάει από τα μάτια μας
Και ανεβαίνουμε
Ανεβαίνουμε
Μην πει κανείς προς χάριν ματαιοδοξίας
—Είμαστε θνητοί περιορισμένοι
Πάντοτε τυρβάζαμε περί άλλων και τα συναφή—
Ούτε φυσικά για να βουτήξουμε
Ρινίσματα γαλάζιου και μπαλωμένο φως
Μόνο για να χαρούμε την προσχεδιασμένη πτώση μας
Να μεθύσουμε από τον ίλιγγο της αυτοθυσίας μας
Και ύστερα να μετρηθούμε
Ποιος θα φιλήσει πρώτος τα πόδια του θεού
Λίγο προτού καταποντιστεί
Με πάταγο
Στο χώμα.

Κωνσταντίνος Κόλιος

Αγάπη Ανεκπλήρωτη

Πέφτεις στους βυθούς μου
που είναι από κύμα κι αφρό
κι από δαντέλα θάλασσας πλεγμένοι.
Άσωτοι πολλοί’
προσπάθησαν οι νύχτες να με πνίξουν
Οι ίδιες νύχτες που σαν πέπλα με έκρυψαν
και σα μυρουδιές με φανέρωσαν.
Για αυτό με σφράγισαν στο άρωμα:
για να ‘ρθεις εσύ,
με την όσφρηση από χαλκό κι άγιο λάβδανο
να σκύψεις στο φόβο μου πάνω’
να τεντώσεις στην άκρη τους ίσκιους μου’
να κοιτάξεις εκεί που μια γλυκιά μελωδία ζει,
σαν κράτησα την αθωότητα αδέκαστη’
λες τρόπαιο και συνθήκη ειρήνης
με τους κόσμους όλους
και με τους ανθρώπους τους δύσκολους’
τους παραξενεμένους’  
εκείνους που φωνάζουν για ειρήνη πολεμώντας.

Για αυτό σε κάλεσα,
να βγεις απ’ τα σεντόνια σου κι από τους μαύρους κρίνους
να με πλησιάσεις  αργά κι αθόρυβα
κοντά μου να ξαπλώσεις κι αθέατη
γιατί τρομάζω και φοβάμαι τις κρύες νύχτες
κι η μοναξιά έρχεται και ραγίζει πάνω απ’ το σώμα μου
σαν ένα λεπτό στρώμα από πάγο και λευκό μέταλλο.

Για αυτό σε φώναξα
γιατί ξημερώνει και νυχτώνει μακριά σου.
Γιατί η απουσία σου είναι από σάρκα θλίψης
κι από ιστό ονείρου μακρινό.

Απ’ όλες τις ζεστασιές το τζάκι μου κάηκε πρώτο
κι από όλες τις συνταγές γλυκό ψωμί η ψυχή μου δε γεύτηκε.
Για αυτό σε φώναξα
Γιατί εσύ ξέρεις εκείνα που δε θα μάθω ποτέ’
γιατί είσαι όλα εκείνα που μου περίσσεψαν
τα σπάταλα και τα ασύδοτα
κι όλα όσα αναζήτησα στο κρασί και στου καπνού τη γλυκιά ζάλη.

Για αυτό μακριά σου οι λέξεις με πνίγουν
κι οι συλλαβές μοιάζουν κοντές
ο άνεμος κι αυτός δεν φτερουγίζει
κι ο χριστός λέει ψεύτικα λόγια κι άδικα.
Μακριά σου ο παράδεισος είναι ένα ψέμα ανίσχυρο
κι η φωτιά η αλήθεια που με ζώνει.

Εσύ ξέρεις τα λόγια που διώχνουν τα δάκρυα
σε συνάντησαν τα χελιδόνια μου
σα τα στέλνω τις νύχτες στους κόσμου τις μακρινές φωλιές’
να σε προϋπαντήσουν
γιατί ποτέ δεν έφυγες κι εδώ ήσουνα πάντα.

Πως μπορεί αλλιώς αφού τόσο γνώριμη μου είσαι
κι όλα για σένα τα γνωρίζω.
Τον τρόπο που το ψωμί ψήνεις
και τον τρόπο που τη ζωή ορέγεσαι.
Τον τρόπο που πλησιάζεις και κατακτάς
όλα τα ξέρω για σένα αγάπη.

Αγάπη ανεκπλήρωτη.

Προμηθεύς Πυρφόρος

Η Διαθήκη μου

Ρωτάς-;-
Τώρα ρωτάς-;-
Έναν αιώνα που άργησα
να φύγω-;-
Έναν αιώνα που μάτωνα
που ήσουν-;-
Εγώ χαμήλωνα τους ίσκιους
πιο έντονα να φαίνεται
που έβραζε το αίμα
Εγώ βουτούσα την πυγμή
στου άνεμου το πιόμα
κι έξω απ’ τις πόρτες των θεών
σεργιάνιζα
κρατώντας τσίλιες
στα χέρια μου
ν’ αρπάξουν τη φωτιά τους..

Ρωτάς για  μένα-;-
Να με γροικάς σαν το πουλί
στου ανέμου την αντάρα
και σαν αρμύρα
στα χείλη σου
θαλασσινή

Κι αφού ρωτάς
και θέλεις να θυμάσαι..
θυμήσου με σα δειλινό
που γέρνει στο κορμί σου
Φλεγόμενο να με θυμάσαι
να σου ζεσταίνω την κάμαρη
και να σου σπέρνω όνειρα
Ένα καΐκι να θυμάσαι
στ’ ανοιχτά των νερών
με μια λησμονημένη
φυσαρμόνικα παιδιού
πάνω στις στοίβες με τα δίχτυα
Σκοινί να με θυμάσαι
που λύθηκε απ’ τον κάβο
και σέρνεται
στ’ άγριο το τσιμέντο

Χίλιες πληγές να βλέπεις
σε λάθος κορμί κι αγέρωχο
Μαστιγωμένες μέρες
σε ψυχή μήτρα φιλιών
Δυο μάτια βουρκωμένα

να θυμάσαι -
παράπονο τ’ αδίκου
που ήπιανε τη νύχτα
και σου φέξαν στο σκοτάδι
να μη χαθείς
μη ξεχαστείς κι αργήσεις ν’ αρμενίσεις…

Ρώτα, λοιπόν-!-
Για να θυμάσαι-!-

Στα σκοτεινά
αντάμωνα κορίτσια
Ξημέρωμα γεννούσα τα αγόρια μου

Κι ένα μαντήλι κόκκινο -
φουλάρι στο λαιμό μου
με μαύρα ρούχα
πυροβάτης οργισμένος

Μποτάκια
λυμένα συνθήματα -
τα κορδόνια
Κατρακυλούσα τα βράχια τους
να ΄ρθω να σ’ ανταμώσω
μ’ ένα κλωνάρι πυρετό
του πάθους μου λουλούδι

Ρώτα με-!-
κι αν θέλεις κάπως να με πεις..
Έρωτα κι Επανάσταση
και Προμηθεύ Πυρφόρο
Αυτά έχω ονόματα

Κι άλλα από τούτα
δε θα πω…
Θα φύγω…
Γιατί Εσύ
Εσύ έφυγες πρώτα…

Κι αφού το θες να θυμηθείς…
Θυμήσου με…
με δυο φτερά σπασμένα
που πετούσα

Χειμώνα και Φθινόπωρο
τότε να με θυμάσαι
Αγριεμένη θάλασσα
τρέλα μες το μυαλό μου..
από εκεί ανασύρθηκα

κι εκεί
φλεγόμενος
θα περπατήσω
μια νύχτα με φεγγάρι..

Γιώργης Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης

Απολογία

ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ

Εγώ δεν είμαι ποιητής,
όπως εσείς,
σας το δηλώνω.
Είμ’ ένας τύπος φευγαλέος,
π’ από μέσα μου τσινούν
άναρχα γράμματα
και λέξεις ξεχασμένες,
προτάσεις μελωδίας άλλοτε
κι εικόνες ανορθόδοξες
και άτακτες αιρετικές ατάκες,
ανορθόγραφες, σαχλές,
π’ ο ίδιος,  θορυβοσιωπή
το λέω όλ’ αυτό το νταβαντούρι.
Και δεν το κάνω
απ’ ανάγκη τάχα κάποια
ή από δύναμη μυαλού,
ούτ’ από γνώση ποίησης,
μηδ’ εκ σοφίας φούσκας
ή απ’ αιτία όποιαν άλλην, να,
πλην από τρέλα μάλλον μόνο.
Γλυκοτρέλα δηλαδή,
ημιτελούς νοός αρρώστια,
διαφθορέα του λογικού
και της ψυχής σαράκι.
Αυτήν που κάνει τους θνητούς
κάπως να μην πεθαίνουν.

Συνεπακόλουθα,
δεν την γνωρίζ’ ουδόλως
αυτή την τέχνη του ποιείν,
παρ’ όπως μούρθει τ’ αραδιάζω
τα αυγά του νου μου!
και τρέχει η ψυχή ξοπίσω
και κλωσά τού νου τ’ αυγά,
κάθε φορά
που η γκυκοτρέλα
μέσα μου αντρειώνει,
κάθε φορά π’ ο οίστρος
με δαγκώνει.
Και να
Χωρίς να είμαι ποιητής,
ποιήματα τάχα γράφω.
Καλό και τούτο!!!
Έν’ απ’ τα πολλά,
έν’ απ’ τα μύρια λάθη
μες στο σύμπαν είμαι.

Θα πρέπει όμως να το πω:
Είμαι πολύ ευδαίμων,
είμαι ευτυχής,
με τούτη την αρρώστια
που με βρήκε!
Είθε να την πάθετε και σεις.

Έργα: Pablo Picasso


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου