Άνθη των τοίχων (3)


Συνεχίζουμε, με τη δική σας παρότρυνση, σε εβδομαδιαία, τώρα, βάση, την παρουσίαση ποιημάτων, τα οποία επιλέγουμε με ιδιαίτερη φροντίδα από τους τοίχους των διαδικτυακών φίλων. Έχω τη χαρά, από την παρούσα ανάρτηση, να συνεργάζομαι, σ' αυτή την προσπάθεια, με τη φίλη ποιήτρια Στέλλα Γεωργιάδου. Στόχος είναι να δημιουργηθεί, εδώ, μια ποιοτική ποιητική ανθολογία. Σήμερα παρουσιάζονται:  Μανώλης Μεσσήνης, Καλυψώ Διακίδη, Νεόφυτος Δάνος, Julia Fortouni, Ισιδώρα Καστριώτη, Ελένη Μωυσιάδου- Δοξαστάκη,  Δημήτρης Παπαδόπουλος.


Μανώλης Μεσσήνης

Ον των παθών

Κοιτάξτε με!
Δεν είμαι πλάσμα μ'ένα κορμί
Δεν είμαι όραμα που ζει στη μέθη
Δεν είμαι ο ίσκιος μιας δύσης που συλλογίζεται τον ύπνο της ανατολής
     Είμαι το γέννημα μιας Σύλφης
     που χόρεψε τ'όνειρο μ'ολάνοιχτα μάτια
     Ζω μες στ'απλωμένα χέρια μιας θλίψης που γίνεται λίμνη,
     μες στ'απλωμένα χέρια μιας λατρείας που γίνεται ποτάμι
     και ξεδιψά με την υψηλή του υγρασία το κορμί μου
     Ζω κάτω απ'τη γύμνια μου και κάτω απ'το φως μου
Γεύομαι τις ηδονές
Γεύομαι τα χείλη μιας έκφρασης
Γεύομαι τις ώρες που δίχως νόημα Ιερό πεθαίνουν΄
     το νόημα που μια φωτιά δίνει στο λύγισμά μου
     και στάλα στύβεται στο στόμα κάθε φλέβας μου
Μη με σκορπίζετε. Ω, μη σκορπίζετε το σχήμα μου
     πέρ'απ'τη μοναξιά του,
     πέρ'απ'τη λευκή του σιωπή
     Φτάνει που αναπνέω στο περίγραμμα του κόσμου
               που γίνεται σάρκα μου,
               τραγούδι της σάρκας μου -
                           χορός
     Φτάνει που γεύομαι τον άνεμο
                   με χίλια στόματα,
                   με χίλια μάτια,
                   με χίλια αισθήματα
Άνθρωπος ανάμεσα στον άνθρωπο κι ανάμεσα στο πάθος



Καλυψώ Διακίδη

Οι γυναίκες που σιωπούν...καίγονται

Όταν πέθανε,
δεν είδε κανένα φως.
Το ταξίδι δεν το οδήγησε κανένας άγγελος,
παρά μόνο ένας οργισμένος Θεός
Την πήρε από το χέρι και την διέταξε
Να προσκυνά την σάρκα
Να λατρεύει το φευγιό
Να μην υπάρχει..
Εκείνη δέχθηκε να υποταχθεί.
Από αγάπη
Μετά από φόβο
Μετά από αγάπη
Μετά από οίκτο
Μετά από φόβο
μερικά "μετα" αργοτερα
η κλωστή ηταν έτοιμη να σπάσει.
Όπως έσπαγε και εκείνη
Κάθε φορά που συναντούσε το χέρι του..
στο βλέμμα της..
Αν ακολουθουσες τα χνάρια που άφηνε το μελάνι,
επιμελώς κρυμμένα κάτω από ροδαλά μάγουλα
Θα το έβλεπες
Αν κοίταζες βαθιά στην ψυχή της
Θα διάβαζες την αλήθεια,
που στόλιζε περίτεχνα με την σιωπή της.
Οι κραυγές βουβές άφηναν αποτυπώματα
Θανάτου πάνω στο όνειρο
Ακόμα και όταν ξημέρωνε στην Χώρα των ανθρώπων,
εκεί στα υπόγεια διαμερίσματα δεν έφτανε ποτέ καμία αχτίδα
Ένα τέτοιο ξημέρωμα..
σκοτεινό,
πήρε μαχαίρι.
Το είχε ξεχάσει χρόνια μέσα σε ένα ντουλάπι.
Το είχε κρύψει για να μην θυμάται πως κόβουν την οδύνη
Άρχισε να χτυπά αλύπητα.
Στην αρχή το δικό της κορμί
Το δικό της μυαλό.
Την δικια της ψυχή.
Επαναλαμβανόμενες μαχαιριές,
μέχρι να συνηθίσει τον πόνο.
Αυτόν τον αλλιώτικο πόνο.
Μετά έστρεψε τo λεπίδι.
Μάτια τρελής.
Ένα φάντασμα.
Και με μιας όρμησε να πολεμήσει τα μαύρα φεγγάρια
Τυλίχτηκαν γύρω της οι φωνές.
Φίδια έτοιμα να πνίξουν καθετί ζωντανό
Και εκείνη
Σαν να τον θαρραλέα
Έπνιξε τον λυγμό
Και τον φόβο
και τίποτα δεν μπορούσε να την αγγίξει
παρά μόνο …εκείνη η αλλόκοτη δύναμη της


Νεόφυτος Δάνος

Επέστρεψε πάλι...

Επέστρεψε πάλι.....
Στάθηκε ανάμεσα σε μένα και στους άλλους.....
Με χίλιες τόσες κουρασμένες λέξεις.....να λέει......
Ένα ματωμένο ευαγγέλιο απελπισίας και σκόνης.....
Μια παραζαλισμένη εικόνα του κενού.....
Μια χαρτογραφία του ακατοίκητου....
Ολα δικά μου είναι πια.....
Στο είπα....Ολα δικά μου.....
Καθώς αποκτούν φωνή τα μουγκά....
Και τα αόμματα βλέπουν.....
Ολα δικά μου είναι πια.....
Και το καρφί που με μάτωσε χθές....
Και το μαχαίρι,που αύριο θα με κόψει....
Ξεκίνησα να πώ πολλά....
Κι όμως λίγα θα πω πάλι.....
Θα σφαγιαστούν τα λόγια μου χωρίς οίκτο
Και θα σωπάσω....
Κι η σιωπή θα μιλήσει για μένα.....
Θα μιλάει για μένα......
Στον ίσκιο που είσαι.....
Σ’αυτό που κάποτε ονειρεύτηκα
Και ξέχασε να γεννηθεί.....
Σ’αυτό που κάποτε αγάπησα και δεν θέλησε να ζήσει....
Ξέρεις υπάρχει πάντα ένας τρόπος....
Ολα μπορούν να αλλάξουν....
Κι όμως όλα μπορούν να μείνουν ακίνητα...
Και η Νύχτα.....που ποτέ δεν φοβήθηκα....
Η Νύχτα,που δεν πρέπει να φοβάται κάποιος.....
Να το ξέρεις είναι ζωντανή....Μια ζωντανή Μάνα,
Που καθαρίζει...για μας........
Η Νύχτα...............


 Julia Fortouni

Πάντα...

... ανυπόμονη 
λίγες μόνο στιγμές μετά τη στιγμή
λίγα όνειρα μετά το όνειρο
αφουγκράζομαι τον πυροβολισμό
εκ του ασφαλούς επιλέγω
το σιγαστήρα του

πάντα έκθετη 
λίγες μόνο ματιές πριν τη ματιά σας
λίγα χάδια πριν το χάδι σας
δραπετεύω από την πόρτα της λύπης
εκ του ασφαλούς ραγίζω
την καρδιά σας

όνειρα
άνθρωποι
χέρια  από χιόνι
γλάροι
χελιδόνια
γερανοί
στα νύχια σας
αδύναμη είμαι 
πάντα πιόνι


Ισιδώρα Καστριώτη 

Βασίλισσα

Θέλω μιαν άλλη Πηνελόπη εγώ
Άγρια
Άξια της αγάπης που για εκείνον ένοιωσε
Τι κι αν αυτός στην Καλυψώ είχε ξεμείνει 
και μια Κίρκη του επήρε τα μυαλά
προσωρινά

Θέλω μιαν άλλη Πηνελόπη εγώ

Να μην σαστίζει
Να μην κερδίζει χρόνο χάνοντάς τον
υφαίνοντας χαλιά
Να πάρει εκείνη τη φαρέτρα
να την ζωστεί
και νάν’ τα βέλη της σαν αρμαθιά κλειδιά 
του κάστρου του έρωτά της
τις πόρτες που ανοίγουν
διάπλατες

Υψώνοντας το τόξο της
να τους στοχεύσει έναν έναν 
και όλους τους μνηστήρες 
με την σειρά να εξαλείψει

Μην περιμένοντας

Μην υπεκφεύγοντας 

Κι ακόμα παραπέρα
τον εαυτό της ίσως 
εάν τον άνδρα που αγαπά 
ετόλμησε ποτέ της να σκεφτεί
να απατήσει

Θέλω μιαν άλλη Πηνελόπη εγώ
Μια θύελλα 


Ελένη Μωυσιάδου- Δοξαστάκη 

ΜΑΡΣ ΤΗΛΑΥΓΗΣ

 «…Διός δ’ ’ετελείετο βουλή…», Ιλ. Α, στ.5

 Ο πόλεμος,
ολύμπιος θεός,
ποιου Δία σκοτεινού βουλές διαβάζει
κι η τηλεόραση,
σουραύλι του Πανός,
αρχαίους πανικούς διασκευάζει;

Φόβος,
αρχέτυπος και ηλεκτρονικός,
μες στην οθόνη μας σκληρά σαρκάζει.
Δούρειος ίππος,
μονοσήμαντα διττός,
μοντέρνου Επειού μας πλησιάζει.

Ο όριος δε στέφει πια, ο Ερμής, τους νικητές.
Εκατομφόνιες κανείς δε σκέπτεται γιορτές .
Κι όμως …
του Άρη είδαμε καλά τη ζυγαριά
να γέρνει –
στης οθόνης τη μεριά.

 Μαρς: στα Λατινικά ο Άρης (θεός του πολέμου)
Πανικός: ταραχή που προκαλούσε ο θεός Παν (μυθικός θεός της Αρκαδίας).
Τηλαυγής (τηλε + αυγή ): Αυτός που ακτινοβολεί από μακριά


Δημήτρης Παπαδόπουλος

Ματωμένη Κυριακή

Ποτέ πιο πριν
το σκοτάδι
δεν ήρθε τόσο κοντά στο φως.
Ποτέ το φως
δεν φάνηκε να γιορτάζει τόσο πολύ
φορώντας χρώματα αμαυρωμένα
αυτή την εποχή της ξεπεσμένης αίγλης.
Πεζούρα και καβαλαρία
στη γέφυρα επάνω,
στέκονται οι αρχόντοι του πολέμου
και κανονίζουν τα δίκια τους..
Μα εμένα θα με βρείτε από κάτω.
Το πρόσωπο μου
είναι μια λυπημένη μάσκα χαράς
μέσα σε τούτο το αγριεμένο
ποτάμι που κυλάει.
Πλάι σε τούτες τις ιτιές
που κλαίνε
θα βρείτε τις ρίζες μου.
Μέσα σ΄αυτά τα φύλλα τα πεσμένα
θα βρείτε τα λόγια μου.
Και την καρδιά μου θα τη βρείτε
σαν το τρελό κυκλάμινο
που ανθίζει μες το χειμώνα
Ένα παιδί περιμένοντας να το κόψει
και να το φορέσει στο πέτο του
πηγαίνοντας να συναντήσει την αιώνια λιακάδα..
Τώρα είμαι ένας μεγάλος ίσκιος
που πλανιέται πάνω απ΄τη γη.
Με κατακόρυφο άξονα το κέντρο της.
Και διάμετρο του κύκλου το Χρόνο.
Μπορείς να με φωνάξεις με πολλά ονόματα..
Είμαι ο Ασμάν ο πρόσφυγας
ξεριζωμένος από τις στέπες του Αφγανιστάν.
Είμαι η Ντεζιρέ
η γυναίκα με την κομμένη μύτη απ΄την Περσία.
Είμαι ο Μαθιός από ένα ελληνικό χωριουδάκι.
Είμαι ο Ζοάο από τις γειτονιές της Λισαβόνας.
Όλοι μας γίναμε χαλκομανία
πάνω  στ΄αστραφτερά μάρμαρα της Γουόλ Στριτ. 
Είμαι κι ο Τόνι ο Ιρλανδός.
Τα χέρια μου τινάχτηκαν στον αέρα
από το δάγκωμα μιας σφαίρας
κάποια ματωμένη Κυριακή.
Είμαι ο ένας ο καθένας κι ο κανένας.
Είμαι όλα αυτά και τίποτα απ΄αυτά.
Να το θυμόσαστε αυτό
όταν στο δρόμο που φλέγεται
ελεύθερη η καρδιά μου θα φτερουγίζει..


Έργα: Pablo Picasso



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου